- γόος
- ο вопль, стон, рыдание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γόος — weeping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόος — ο (AM γόος) θρήνος, βόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γοώ] … Dictionary of Greek
γόος — ο σπαρακτική φωνή, θρήνος, οδυρμός: Ξενύχτησαν το νεκρό με γόους και μοιρολόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόω — γόος weeping masc nom/voc/acc dual γόος weeping masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόοι — γόος weeping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόοιο — γόος weeping masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόοις — γόος weeping masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόοισι — γόος weeping masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόοισιν — γόος weeping masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόον — γόος weeping masc acc sg γοάω groan aor ind act 3rd pl (epic) γοάω groan aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόου — γόος weeping masc gen sg γοάω groan aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)